ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ (1899-1987)

”Θα ‘μουνα δέκα χρονών. Το καλοκαίρι, όταν τέλειωνα το σχολείο κατέβαινα στο ισόγειο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, όπου και με έβαζαν να αντιγράφω δικόγραφα. Για τις τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μια δραχμή. Καθισμένος σ’ ένα από τα γραφεία των βοηθών χάζευα πού και πού τους πελάτες, κάθε λογής, πού μπαινόβγαιναν.

Ένα πρωινό ήρθε ένας λεβεντόγερος με κάτασπρη φουστανέλλα. Οι φουστανελλάδες ακόμη τότε δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Είδα τους βοηθούς δικηγόρους να σηκώνονται και να του κάνουν μιαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ο πρώτος βοηθός που φαίνεται να τον γνώριζε καλά, έπιασε κουβέντα μαζί του. Και μια στιγμή τον ρωτάει: «Και τώρα, μπάρμπα Μήτρο, πόσων χρόνων είσαι;» Και ο μπάρμπα Μήτρος, με τ’ όνομα Δημήτριος Μαλαμούλης που είχε εν τω μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, του απαντάει μονολεκτικά… «Δύο». Δηλαδή εκατόν δύο. Από τα εκατό είχε αρχίσει νέα αρίθμηση.

Βγήκε εν τω μεταξύ ο πατέρας μου. Τον οδήγησε στο μέσα γραφείο τα είπανε με αυτόν και το γιο του, ένα λεβέντη εβδομηνταπεντάρη, και όταν βγήκαν στο δωμάτιο που βρισκόμουν και εγώ, πρώτα με σύστησε και ύστερα μου ανήγγειλε ότι θα πάμε την Κυριακή να επισκεφθούμε τον Μαλαμούλη στο χειμαδιό του, κάπου στον Ωρωπό. Από κουβέντα δεν έπαιρνε ο μπάρμπα Μήτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τους βοηθούς τού πατέρα μου κι εμένα είχα το αίσθημα ότι μας έβλεπε σαν μικρό κοπάδι αρνάκια. Μικρό, διότι ό Μαλαμούλης είχε απάνω από 3000 αρνιά και κατσίκια, στα Άγραφα το καλοκαίρι και τον χειμώνα στα ορεινά της Αττικής.

Την Κυριακή, όταν φθάναμε στον τόπο όπου είχε στήσει τα τσαντήρια του, των παιδιών, των εγγονών και των δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οι καθιερωμένες μπαταριές και μετά μαζευτήκαμε στο μεγάλο τσαντήρι του Γέρου. Είχα μαζί μου, νέο εικοσάχρονο, τον δάσκαλό μου Basset, αυτόν που έκανα πρόσωπο στους «Διαλόγους σε μοναστήρι». Αυτός που δεν χόρταινε να θαυμάζει. Σε λίγο σταύρωσε ο Γέρος το πρώτο ψωμί. Και οι γυναίκες, αμίλητες και φασαρεμένες μοίραζαν τα κοψίδια, αρνάκι, κατσικάκι, όλα τα αγαθά. Θυμάμαι ακόμη τις βεδούρες τα γιαούρτια. Ο γέρο Μαλαμούλης, στη μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ’ στις άσπρες βελέντζες, τα επόπτευε όλα και έδινε στις γυναίκες και στους παραγιούς προσταγές.

Όταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Οδύσσεια» τον γέρο Μαλαμούλη τον ταύτιζα μέσ’ στη φαντασία μου με τον Νέστορα, όταν δέχονταν τον Τηλέμαχο. Καθώς ήμουν καθισμένος πλάι στον πατέρα μου τον ρώτησα ψιθυριστά: «Qui est-il ce vieux;». «C’est un grand seigneur» (1) μου απαντάει o πατέρας μου και αυτός ψιθυριστά. Και γυρίζοντας αργότερα το λόγο στα ελληνικά: «Να καταλάβεις τι είναι αρχοντιά».

Ήταν το πρώτο μάθημά μου για το μέγα τούτο ηθικό αγαθό: την αρχοντιά. Αργότερα, μεγάλος σ’ ένα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα έναν άλλο πιο νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στο πρόσωπό του ξανασυνάντησα αυτό που είχα γνωρίσει παιδί στο πρόσωπο του Μαλαμούλη: την αρχοντιά. Το σταύρωμα του καρβελιού από αυτόν ήταν μια ιεροπραξία.

Η αρχοντιά δεν είναι συνώνυμο με την αριστοκρατικότητα, δεν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ή μια διαφορά πλούτου. Αλλά δεν είναι και ένα ηθικό απλώς γνώρισμα. Είναι μια σύνθεση υπερηφάνειας, ευπρέπειας, αυτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Άρχοντες βρίσκεις εγκατεσπαρμένους σε όλα τα είδη ανθρώπων. Ο άρχοντας δεν γίνεται ποτέ μάζα, σε όποια τάξη και αν ανήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δεν μπορώ — ίσως αδυναμία μου — με μια φράση να την ορίσω την αρχοντιά. Αλλά όταν συναντώ κάποιον που έχει αυτό το σύμπλεγμα των αρετών που την απαρτίζουν, τότε την αναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αυτός είναι άρχοντας. Ανήκει σε αυτή την εκλεκτή κατηγορία ανθρώπων. Έχομε άρχοντες κατά την νομικήν έννοια, που δεν έχουν αρχοντιά. Έχομε όμως χειρώνακτες που έχουν αρχοντιά.

Να πως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακάλυψε όταν ήταν μικρό παιδί τι σημαίνει αληθινή αρχοντιά, και κατάλαβε ότι αυτή δεν έχει σχέση με τον πλούτο, ή την καταγωγή. Ένα πολύτιμο κείμενο – μάθημα για όλους μας, που αξίζει να μας βάλει σε σκέψεις και στις μέρες μας.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν Έλληνας νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας (1975-1980). Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκλεγόμενος τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική σχολή Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1961), της οποίας χρημάτισε και πρόεδρος.

  1. Σημείωση:

«Qu’est-il ce vieux;». «C’est un grand seigneur»: Τιείναιαυτόςογέρος; Είναι ένας άρχοντας.

Πηγή: από το διαδίκτυο,

υπουργείο παιδείας

https://depps.minedu.gov.gr › glwssa_end_dok_4

Κυριακή τῆς Συγγνώμης

19 Φεβρουαρίου, 1996

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Σήμερα δύο θέματα κυριαρχοῦν στὰ Ἱερά ἀναγνώσματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν νηστεία καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν συγχώρεση· καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὸ νὰ στερεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο φαγητό, οὔτε ἄν τηρεῖται αὐστηρά, μὲ ὑπακοή, μὲ λατρεία· ἄν μᾶς δίνει ἀφορμή νὰ ὑπερηφανευόμαστε, νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι καὶ ἀσφαλεῖς, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι νὰ στερήσει τὸ σῶμα μας ἀπὸ ἕνα εἶδος φαγητοῦ περισσότερο ἀπὸ ἔνα ἄλλο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κυριαρχία στὸ σῶμα μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τέλειο ὄργανο τοῦ πνεύματος. Τὸν περισσότερο καιρό, εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ σώματος, γοητευόμαστε ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰν ἀπόλαυση ποὺ πηγαίνει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἁγνότητα ποὺ προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός.

Κι ἔτσι ἡ περίοδος τῆς νηστείας μᾶς προσφέρει τὸν χρόνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ βασανίσουμε τὸ σῶμα μας, ὅτι θὰ περιορίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ θὰ γίνουμε ξανὰ κύριοι τοῦ σώματος μας, κάνοντάς το ἕνα τέλειο ὄργανο. Μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ τρόπος ποὺ κουρδίζουμε ἕνα μουσικὸ ὄργανο· αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας, νὰ κατακτήσουμε τὴ δύναμη ὄχι μόνο νὰ προστάζουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τοῦ δώσουμε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνταποκριθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος.

Ἄς εἰσέλθουμε λοιπὸν στὴν περίοδο τῆς νηστείας ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ, ὄχι μετρώντας τὴ νηστεία μὲ τὸ τὶ καὶ τὸ πόσο τρῶμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει στὴ ζωή μας, κατὰ πόσο ἡ νηστεία μᾶς ἐλευθερώνει, ἤ κατὰ πόσο γινόμαστε ὑπηρέτες της.

Ἄν νηστεύουμε ἄς μὴν εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτό, ἐπειδή μᾶς ἀποδεικνύει ἁπλὰ ὅτι ἴσως περισσότερο σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα γιὰ νὰ κατακτήσουμε κάτι στὴν φύση μας. Καὶ ἐάν γύρω μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν νηστεύουν ἄς μὴν τοὺς κατακρίνουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει δεχθεῖ ἐκείνους ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Κι ἔπειτα ὑπάρχει τὸ ζήτημα τῆς συγχώρεσης γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πῶ σύντομα κάτι. Σκεφτόμαστε πάντα ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ μᾶς ἔχει προσβάλλει, ποὺ μᾶς ἔχει πληγώσει, ποὺ μᾶς ἔχει ταπεινώσει, ὅτι τὸ παρελθὸν εἶναι παρελθὸν καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρατᾶμε πιὰ κακία ἀπέναντι του. Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη σημασία τῆς συγχώρεσης εἶναι ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο: ἄς μὴν μετατρέψουμε τὸ παρελθὸν σ’ ἕνα καταστροφικὸ παρόν, ἄφησέ με νὰ σ’ ἐμπιστευτῶ, νὰ κάνω κάτι ποὺ νὰ δείχνει τὴν πίστη μου σὲ σένα, ἐὰν σὲ συγχωρήσω, σημαίνει γιὰ μένα ὅτι στὰ δικά μου μάτια δὲν εἶσαι χαμένος, ὅτι στὰ δικά μου μάτια ὑπάρχει σὲ σένα ἕνα μέλλον ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας.

Ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ ἐπίσης καὶ ἐμᾶς. Διεστραμμένα, σκεφτόμαστε πολὺ συχνὰ νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ἀρκετὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, νὰ μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπομένουν λίγες ὧρες πρὶν τὴν Λειτουργία καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς Συγγνώμης ἀπόψε, ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ θυμηθοῦμε, ὄχι τὶς προσβολὲς ποὺ ἔχουμε ὑποφέρει, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ ἔχουμε προκαλέσει. Καὶ ἄν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἔχουμε πληγώσει κάποιον γιὰ μικρὰ ἤ πιὸ σπουδαῖα πράγματα, ἄς βιαστοῦμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς αὔριο τὸ πρωί, ἄς βιαστοῦμε νὰ ζητήσουμε συγχώρεση, ν’ ἀκούσουμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ πιστεύω σὲ σένα, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἐλπίζω σὲ σένα καὶ θὰ περιμένω τὰ πάντα ἀπὸ ἐσένα. Καὶ τότε μποροῦμε μαζὶ νὰ διανύσουμε τὴν Σαρακοστή, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ εἴμαστε – νὰ γίνουμε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας Τον βῆμα – βῆμα πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἀμήν.

Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr

Πρωτότυπο κείμενο

Forgiveness Sunday 

19February 25, 1996

In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

To-day two themes dominate the readings of the Holy Scriptures. St Paul speaks to us about fasting and the Lord about forgiveness, and St Paul insists on the fact that fasting does not consist simply of depriving oneself of one form of food or another, neither does it, if it is kept strictly, obediently, worshipfully, give us any ground to be proud of ourselves, satisfied and secure, because the aim of fasting is not to deprive our body of the one form of food rather than the other, the aim of fasting is to acquire mastery over our body and make it a perfect instrument of the spirit. Most of the time we are slaves of our bodies, we are attracted by all our senses to one form or another of enjoyment, but of an enjoyment which goes far beyond the purity which God expects of us.

And so, the period of fasting offers us a time during which we can say not that I will torment my body, limit myself in things material, but a time when I will re-acquire mastery of my body, make it a perfect instrument. The comparison that comes to my mind is that of tuning a musical instrument; this is what fasting is, to acquire the power not only to command our body, but also to give our body the possibility to respond to all the promptings of the spirit.

Let us therefore go into fasting with this understanding, not measuring our fasting by what we eat and how much, but of the effect it has on us, whether our fasting makes us free or whether we become slaves of fasting itself.

If we fast let us not be proud of it, because it proves simply that we need more perhaps than another person to conquer something in our nature. And if around us other people are not fasting let us not judge them, because God has received the ones as He receives the others, because it is into the heart of men that He looks.

And then there is the theme of forgiveness, of which I will say only one short thing. We think always of forgiveness as a way in which we would say to a person who has offended, hurt, humiliated us, that the past is past and that we do not any more hold a grudge against this person. But what forgiveness means more deeply than this is that if we can say to a person: let us no longer make the past into a destructive present, let me trust you, make an act of faith in you, if I forgive you it means in my eyes you are not lost, in my eyes there is a future of beauty and truth in you.

But this applies also to us. Perversely, we think very often of forgiving others, but we do not think sufficiently of the need in which we are, each of us personally, of being forgiven by others. We have a few hours left between the Liturgy and the Service of Forgiveness tonight, let us reflect and try to remember, not the offences which we have suffered, but the hurts which we have caused. And if we have hurt anyone in one way or another, in things small or great, let us make haste before we enter into Lent tomorrow morning, let us make haste to ask to be forgiven, to hear someone say to us: in spite of all that has happened I believe in you, I trust you, I hope for you and I will expect everything from you. And then we can go together through Lent helping one another to become what we are called to be – the disciples of Christ, following Him step by step to Calvary, and beyond Calvary to the Resurrection. Amen.

Απλά και Ορθόδοξα

«ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ» (Β΄Κορ. 1, 12)

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου

Δύο θέματα θίγει ο Χριστός σήμερα, Κυριακή του Τελώνου και το Φαρισαίου, με την παραβολή που μας διηγείται: τον τρόπο της προσευχής μας προς τον Θεό και τη σημασία της ταπεινώσεως. Βρέθηκαν και οι δύο στο Ναό για να προσευχηθούν, και ο μεν Φαρισαίος με εμφανή υπερηφάνεια ευχαριστούσε τον Θεό που δεν ήταν όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή σαν τον Τελώνη, αλλά αντίθετα νήστευε δυο φορές την εβδομάδα και έδινε στο Ναό τις καθορισμένες εισφορές. Από την άλλη, ο Τελώνης είχε σκύψει με το πρόσωπο στο έδαφος και προσευχόταν λέγοντας “ο Θεός, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό”. “Αλήθεια σας λέω”, κλείνει ο Χριστός την παραβολή, “αυτός εδώ ανεχώρησε δικαιωμένος από το Ναό, κι όχι ο Φαρισαίος. Γιατί αυτός που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ ο ταπεινός θα υψωθεί”.

Ίσως αναρωτηθεί κανείς “μα πώς αλλιώς έπρεπε να προσευχηθεί ο Φαρισαίος, εφόσον όντως ήταν δίκαιος και τηρούσε τις εντολές του Θεού;” -Ούτε με τόση υπερηφάνεια, ούτε με διάθεση κατακρίσεως του Τελώνη και μαζί με αυτόν όλων των άλλων ανθρώπων. Ο εγωισμός του τον οδηγεί όχι μόνο στο να θεωρεί όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους άρπαγες, αμαρτωλούς και υποδεέστερούς του, αλλά επίσης και στο να πιστεύει ότι η προσωπική του “αρετή” είναι δικό του αποκλειστικά επίτευγμα. Έτσι ουσιαστικά στην προσευχή του δεν ευχαριστεί τον Θεό, αλλά λιβανίζει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν λέει “ευχαριστώ, Θεέ μου, που με τη βοήθειά σου τηρώ πιστά τις εντολές σου, που βρίσκεσαι δίπλα μου, που με προφυλάσσεις, που μου παρέχεις πλούσια τα αγαθά σου ”, όχι, δεν λέει τίποτα από αυτά. Αντίθετα, νιώθει τόσο αυτάρκης και υπερήφανος, που και αυτή ακόμα την προσευχή την εκφυλίζει σε ένα ακόμα μέσο αυτοπροβολής, αυταρέσκειας, αυτοδικαίωσης και υποκρισίας. Γι’ αυτό, και ακόμα περισσότερο επειδή κατακρίνει και αφορίζει τον πλησίον του, ο Θεός όχι μόνο δεν άκουσε την προσευχή του, αλλά τον χρέωσε με την μεγαλύτερη από τις αμαρτίες, αυτή του εγωισμού και της υπερηφάνειας.

Ο Τελώνης αντίθετα, προσεύχεται με ταπείνωση. Ζητά με συντριβή καρδίας από τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει παρά την αμαρτωλότητά του και να του παράσχει την θεϊκή Του βοήθεια. Έχει συναίσθηση των πράξεών του, γνωρίζει ότι δεν είναι τέλειος και γι αυτό η προσευχή του γίνεται ένας αγώνας για να κερδηθεί ο χαμένος δρόμος, και για να έλθει ο Θεός βοηθός στις ατέλειες. Η θέρμη της προσευχής του, το αίσθημα αυτογνωσίας, η αυτοκατάκριση, η ταπείνωση και η συντριβή που επιδεικνύει, καταφέρνουν να ελκύσουν τη συγγνώμη του Θεού, την αγάπη Του, την κραταιά Του προστασία, και έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν τη ζωή του Τελώνη, οδηγώντας τον μέσα από την μετάνοια στην πραγματική δικαίωση ενώπιον του Θεού.

Το μήνυμα για τον καθένα από εμάς είναι παραπάνω από σαφές. Η προσευχή μας προς τον Θεό, είτε είναι ευχαριστία για τις ευεργεσίες και τις δωρεές Του προς εμάς είτε είναι ικεσία και παράκληση για συγχώρεση, για αναπλήρωση των προσωπικών μας αδυναμιών ή ακόμα για οποιοδήποτε αίτημά μας, προκειμένου να εισακουστεί από τον Θεό οφείλει να είναι απαλλαγμένη από τον εγωισμό και από την κατάκριση των συνανθρώπων μας. Η προσευχή χωρίς ταπείνωση καλύτερα να μη γίνεται, γιατί στο τέλος όχι μόνο δεν μας ωφελεί, αλλά μας ζημιώνει πνευματικά.

Αλλά και η ζωή μας ολόκληρη, όταν στερείται ταπεινοφροσύνης, όσο κι αν προσπαθούμε να την κάνουμε να φαίνεται σύμφωνη με τις εντολές του Θεού ή έστω με τους ηθικούς κώδικες που θεωρούμε σωστούς, το μόνο που καταφέρνει είναι να μας κάνει σαν τον Φαρισαίο, όμορφους εξωτερικά αλλά κενούς εσωτερικά. Γιατί αν θεωρήσουμε, όπως εκείνος, τους εαυτούς μας τέλειους, τότε μοιραία θα κατακρίνουμε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους, θα τους βάλουμε απέναντί μας ως ανεπαρκείς και αμαρτωλούς. Και μέσα από μια τέτοια στάση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να καλλιεργηθεί η συμπόνοια, η συγγνώμη, η αγάπη. Ο άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του τέλειο καταλήγει ουσιαστικά μόνος, εγκλωβισμένος στο Εγώ του, και πάντως μακριά από την αγάπη και την κοινωνία με τον Θεό και με τον πλησίον.

Μέσα από τη σημερινή παραβολή ο Χριστός θέλει να μας διδάξει τη σημασία της ταπείνωσης για τη ζωή μας. Ζούμε σε μια εποχή που όλο και πιο συχνά οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται ως απάνθρωπες και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ως ψυχρές, ανούσιες, ανιαρές. Όσο στις καρδιές μας πρυτανεύει ο εγωισμός, οι σχέσεις μας και οι ζωές μας θα γίνονται όλο και πιο απάνθρωπες. Αντίθετα η ταπείνωση ως έκφραση αγάπης, γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα, έχει τη δύναμη να ζεστάνει και να μαλακώσει τις καρδιές μας, να μας φέρει πιο κοντά τόσο με τους συνανθρώπους μας όσο και στην προσωπική μας λύτρωση. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι μέσα από την άκρα Ταπείνωση του Θεού, που συνέστειλε την θεότητά Του και καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος και να θανατωθεί από αμαρτωλούς ανθρώπους, συντελέστηκε το έργο της Αναστάσεως και της λύτρωσής μας.

Πηγή : Απλά και Ορθόδοξα

Να διδαχθούμε από το θαύμα του ’40

28 Οκτωβρίου 2020 σε ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑΙΣΤΟΡΙΑ

Όσοι δεν ζήσαμε την εποποιΐα του 1940, όσοι δεν αντικρίσαμε τον πανίσχυρο εισβολέα, αυτόν που στην όψη του και μόνο κάμπτονταν ισχυρότατοι λαοί, όσοι δεν τον είδαμε να αναχαιτίζεται από τη μικρή και αδύναμη στρατιωτικά Ελλάδα, μάλλον πολύ λίγα θα μπορέσουμε να καταλάβουμε από το μυστικό της νίκης εκείνου του άνισου αγώνα.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Να διδαχθούμε από το θαύμα του ’40”

Η ενορία ως επί το αυτό ευχαριστιακή σύναξις των Χριστιανών ενός τόπου .

(Αρχ. Γεώργιος Καψάνης Γρηγοριάτης)

Στην ενορία δεν συνάγονται Χριστιανοί από διάφορα μέρη αλλά από τον συγκεκριμένο χώρο και τόπο, που περιβάλλει τον ενοριακό Ναό. Στην ενορία τους οι Χριστιανοί ενός τόπου εκκλησιοποιούνται. Ενώνονται πνευματικά, αδελφώνονται, ώστε στις καθημερινές τους σχέσεις να ζουν ως αδελφοί εν Χριστώ και μέλη της Εκκλησίας. .
Στην καθημερινή ζωή άλλωστε δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων που κατοικούν σε μια γειτονιά, περιοχή, συνοικία, προβλήματα επικοινωνίας, εχθρότητες, ανταγωνισμοί, ψυχρότητες, απόσταση και δυσκολία κοινωνίας.

Στον Ναό της ενορίας κατά τις εκκλησιαστικές συνάξεις ο κάθε ένας μπορεί να ξαναδή τον συντοπίτη και συνενορίτη του Χριστιανό, ως εν Χριστώ αδελφό, να ξαναπούν καλημέρα, να ζεσταθούν οι καρδιές. Αυτός είναι ο λόγος που στην ενορία πρέπει να συνάγωνται όχι Χριστιανοί από διαφορετικά μέρη αλλά από τη γειτονιά που συζούν καθημερινά. Η Χριστιανική αγάπη είναι αγάπη όχι του αγνώστου και αφηρημένου ανθρώπου, αλλά αγάπη του πλησίον. Πλησίον δε είναι οι συγγενείς μας, οι γείτονες μας, οι συνάνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμεθα στην καθημερινή μας ζωή. Με αυτούς τους συνανθρώπους πρέπει να αδελφωθούμε την Κυριακή στην θεία Λειτουργία για να μπορέσουμε όλη την εβδομάδα να τους βλέπουμε και να τους αισθανώμαστε όχι ως εχθρούς, ανταγωνιστάς, αντικείμενα εκμετάλλευσης, σκεύη ηδονής, νούμερα, άλλα ως εικόνες του Θεού και μέλη του ιδίου μας σώματος. Να μπορούμε να συγχαίρουμε με αυτούς, όταν χαίρουν, και να κλαίουμε με αυτούς όταν κλαίουν.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Η ενορία ως επί το αυτό ευχαριστιακή σύναξις των Χριστιανών ενός τόπου .”

Ομιλία του μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη, στην τράπεζα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, το 1985

Εις την Κυριακήν μετά την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης)

 

Ακούσαμε και πάλι σήμερα, αδελφοί μου, στο Ιερό Ευαγγέλιο τον λόγο του Κυρίου· «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ’ 24). Αυτή είναι η Κυριακή μετά την Ύψωσι του Τιμίου Σταυρού. Προχθές είχαμε την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Και γι’ αυτό η Εκκλησία σήμερα πάλι για τον Σταυρό μιλάει. Τον Σταυρό του Κυρίου, που πρέπει να γίνη και δικός μας σταυρός. Διότι αν και εμείς δεν σηκώσουμε τον σταυρό τον δικό μας, αν δεν συμμετέχουμε στον Σταυρό του Χριστού, τι Χριστιανοί είμαστε; Διότι Χριστιανός είναι εκείνος ο οποίος μιμείται τον Χριστό, εξ ου και Χριστιανός. Και μιμείται τον Χριστό σε όλη του την ζωή, ακόμα και στον σταυρικό Του θάνατο. Και συσταυρούται με τον Χριστό, για να συναναστηθή μαζί Του και να περιπατήση «εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. στ’ 4), καθώς λέγει ο θείος Απόστολος Παύλος.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Ομιλία του μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη, στην τράπεζα της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, το 1985”

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς

Γεώργιος Καψάνης (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)

 

Ὅλα στὴν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀναστάσιμα, γιατί ὅλα εἶναι σταυρικά. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Χωρὶς Σταυρὸ δὲν ὑπάρχει Ἀνάστασις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ Σταυρὸς ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἀκολουθῆται ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι. Γι’ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε καὶ τὴν Μ. Παρασκευὴ ἀναστάσιμα, ἐνῶ οἱ Δυτικοὶ καὶ τὸ Πάσχα σταυρώσιμο. «Τὸν Σταυρό Σου προσκυνοῦμεν Δεσπότα, καὶ τὴν ἁγία Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Ἔτσι καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἀρχίζει τὴν ὁμιλία του : «Εἰς τὸν Σταυρὸν» μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους : « Ἑορτὴν ἄγομεν σήμερον καὶ πανήγυριν, …ὁ γὰρ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τυγχάνει τοῖς ἤλοις πεπαρμένος … Σταυρὸς τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας• Σταυρὸς ἡ τῶν μυρίων ἀγαθῶν ὑπόθεσις» ( Σήμερα ἔχουμε ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, γιατί ὁ Κύριός μας εὑρίσκεται καρφωμένος ἐπάνω στὸν Σταυρὸ …Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ βάσις τῆς σωτηρίας μας, ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ προϋπόθεσις τῶν μυρίων ἀγαθῶν).

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Ὁ Τίμιος Σταυρὸς”

Λόγος εἰς τὸ Ἅγιο Πάσχα.

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

 

1. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Λόγος εἰς τὸ Ἅγιο Πάσχα.”

Περὶ συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τὴν Θ. Κοινωνίαν

 π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος

Κατά τὰς τελευταίας δεκαετίας ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι πολλοὶ πιστοί, ἐν ὄψει τῶν ἁγίων ἡμερῶν τοῦ Πάσχα καὶ τῶν Χριστουγέννων, συνωθοῦνται τὴν παραμονὴν αὐτῶν πρὸ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, διαγκωνιζόμενοι νὰ λάβουν τὴν Θείαν Κοινωνίαν καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ ἔχουν παρακολουθήσει τὸ Μυστήριον, ἴσως δὲ κάποιοι καὶ χωρίς τὴν δέουσαν προετοιμασίαν. Γεγονός εἶναι ἀκόμη ὅτι οἱ πλεῖστοι τούτων τὸν ὑπόλοιπον χρόνον ἀπέχουν τῆς Θείας Μεταλήψεως, προφανῶς ἀπὸ ἄγνοια τῶν «κεκανονισμένων» ἤ παραπληροφόρησιν.

Διὰ νὰ ἐκλείψῃ ἡ διαμορφωθεῖσα αὐτὴ λατρευτικὴ ἀταξία ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔκρινε σκόπιμον νὰ θέσῃ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν καὶ δι’ ὑμῶν εἰς τὸν Κλῆρον καὶ εἰς ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς καθ’ ὑμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τὰ κατωτέρω :Βασικὴ πεποίθησις κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ εἶναι, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἦλθεν εἰς τὴν γῆν μας διὰ νὰ μᾶς δώσῃ μόνον τὴν ὑπέροχον διδασκαλίαν Του, ἀλλὰ διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν τοῦ Σώματός Του καὶ τοῦ αἵματός Του. Ἡ θυσία Του αὐτὴ μάλιστα πρέπει νὰ διαιωνίζεται, ὥστε οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτὸν νὰ κοινωνοῦν αὐτὸ τὸ σῶμα Του καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάληξις τῆς θείας διδασκαλίας Του καὶ ὁ πυρὴν τῆς Ἐκκλησίας Του.

Διὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα ἔχουμε τὴν μαρτυρίαν τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ Ἀποστόλων Του. Τόσον οἱ τρεῖς πρῶτοι Εὐαγγελισταί (Ματθαῖος Κεφ 26, Μᾶρκος Κεφ. 14, Λουκᾶς Κεφ. 22), ὅσον καὶ ὁ Παῦλος στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴν (Κεφ. 11) διηγοῦνται λεπτομερῶς τὸ γεγονός τῆς ἱδρύσεως καί τῆς παραδόσεως τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Μυστηρίου κατὰ τὴν ἑσπέραν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

Συνεχίστε την ανάγνωση του “Περὶ συμμετοχῆς τῶν πιστῶν εἰς τὴν Θ. Κοινωνίαν”